συνδοτικός

συνδοτικός
-ή, -όν, Α [συνδίδωμι]
1. αυτός που εύκολα ενδίδει, υποχωρεί σε κάποιον ή σε κάτι
2. αυτός που εύκολα επηρεάζεται από κάποιον ή από κάτι («ὑπὸ γήραος καὶ ὑπὸ ὀδυνημάτων ξυνδοτική ἐστι [ἡ ράχις]», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυνδοτική — συνδοτική , συνδοτικός apt to give way fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”